καλλιγραφία

καλλιγραφία
Η τέχνη της γραφής ωραίων και κανονικών γραμμάτων. Όλοι οι λαοί, και ιδιαίτερα οι ανατολικοί, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την κ., ήδη από τότε που επινοήθηκε η γραφή. Οι Αιγύπτιοι, για παράδειγμα, προκειμένου να επιτύχουν την ευθύτητα των γραμμών, χάραζαν πάνω στον πάπυρο κανονικά τετράγωνα με τη βοήθεια του χάρακα. Οι Κινέζοι ιστορικοί αναφέρουν τον καλλιγράφο Βανγκ Χι-Τσε (3oς αι. μ.Χ.), ο οποίος άφησε χειρόγραφα ασύγκριτης ομορφιάς. Στην Περσία η κ. έφτασε στο απόγειο της ακμής της κατά τον 18o αι., ενώ οι μωαμεθανοί συγκέντρωσαν μεγάλο μέρος της καλαισθησίας τους στην τέχνη αυτή, επειδή η θρησκεία τους απαγόρευε την απεικόνιση ανθρώπινων μορφών. Στο Βυζάντιο η κ. καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στα μοναστήρια, τα οποία αποτελούσαν κέντρα εκτέλεσης καλλιγραφικών χειρογράφων. Στην Ευρώπη διαμορφώθηκαν διάφορα είδη γραφής (γωνιώδης, στρογγυλή, πλάγια κλπ.), ενώ η κ. διδασκόταν ως ιδιαίτερο μάθημα στα σχολεία. Όταν όμως επικράτησαν πιο πρακτικές αντιλήψεις στην εκπαίδευση, για να αποφευχθεί η περιττή κούραση των μαθητών, η κ. άρχισε να απλοποιείται. Αργότερα, με την επικράτηση της ηλεκτρονικής επεξεργασίας των κειμένων και των εικόνων περιορίστηκε η χρήση της κ. και στους τομείς που εξυπηρετούσε παραδοσιακά, όπως της καλλιτεχνικής επιμέλειας βιβλίων, της αφίσας, των εφαρμοσμένων γραφικών τεχνών κ.ά. Οι Κινέζοι έχουν αναπτύξει την καλλιγραφία σε αληθινή τέχνη. Στη φωτογραφία, Κινέζος επαγγελματίας καλλιγράφος στο εργαστήριό του. Διαγωνισμός καλλιγραφίας στην Ιαπωνία (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η (AM καλλιγραφία) [καλλιγραφώ]
ωραίος τύπος γραφής με σύμμετρα και κανονικά γράμματα, διαστήματα κ.λπ.
νεοελλ.
το μάθημα κατά το οποίο διδάσκεται συστηματικά η καλλιγραφία
νεοελλ.-μσν.
η τέχνη ή η ικανότητα να γράφει κανείς ωραία και περίτεχνα γράμματα
αρχ.
το προσεγμένο ύφος, η γλαφυρότητα τού λόγου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλλιγραφίᾳ — καλλιγραφίᾱͅ , καλλιγραφία beautiful writing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιγραφία — η ωραίο και κανονικό γράψιμο: Πρέπει να ασκηθείτε στην καλλιγραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλλιγραφίας — καλλιγραφίᾱς , καλλιγραφία beautiful writing fem acc pl καλλιγραφίᾱς , καλλιγραφία beautiful writing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιγραφίαν — καλλιγραφίᾱν , καλλιγραφία beautiful writing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • καλλιγραφικός — ή, ό (AM καλλιγραφικός, ή, όν) [καλλιγράφος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλλιγραφία, ο γραμμένος με ωραία γράμματα 2. φρ. «καλλιγραφικά στοιχεία» τυπογραφικά στοιχεία που αναπαράγουν γράμματα γραμμένα με το χέρι μσν. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Kaligraphie — Kalligrafie bzw. Kalligraphie (v. griechisch Καλλιγραφία (kalligraphia), κάλλος (kállos, Schönheit) bzw. καλός (kalós, schön, gut) und γράφειν (gráphein, schreiben)) ist die Kunst des „Schönschreibens“ von Hand, mit Federkiel, Pinsel, Tinte oder… …   Deutsch Wikipedia

  • Kalligraf — Kalligrafie bzw. Kalligraphie (v. griechisch Καλλιγραφία (kalligraphia), κάλλος (kállos, Schönheit) bzw. καλός (kalós, schön, gut) und γράφειν (gráphein, schreiben)) ist die Kunst des „Schönschreibens“ von Hand, mit Federkiel, Pinsel, Tinte oder… …   Deutsch Wikipedia

  • Kalligrafie — bzw. Kalligraphie (v. griechisch Καλλιγραφία (kalligraphia), κάλλος (kállos, Schönheit) bzw. καλός (kalós, schön, gut) und γράφειν (gráphein, schreiben)) ist die Kunst des „Schönschreibens“ von Hand, mit Federkiel, Pinsel, Tinte oder anderen… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”